κομψον

κομψον
    κομψόν
    τό (преимущ. pl.) остроумие, тонкость, изящество Eur., Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κομψον" в других словарях:

  • κομψόν — κομψός nice masc acc sg κομψός nice neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DIONYSIUS Halicarnass — Augusti temporibus floruit, quod satis indicat Strab. eiusdem temporis scriptor. Sic enim ille l. 14. Καὶ καθ᾿ ἡμᾶς Διονύσιος ὁ συγγραφεύς. At ne alium hunc dionysium putes, ipse in praefatione scribit, in Italiam se venisse; simul ac Caesar Aug …   Hofmann J. Lexicon universale

  • VICTORIA — I. VICTORIA Ptol. urbs Mauritaniae Caesariensis mediterranea. Nunc Moascar, Sansoni, etiamnum satis ampla. II. VICTORIA urbs Alavae provinc. in Hispania Tarraconens. primaria ubi alias vicus Gasteys, ad radices montis S. Adriani, prope Biscaiam,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καινοτόμος — ο (Α καινοτόμος, ον) 1. αυτός που κάνει νέα, ασυνήθιστα πράγματα, που εισάγει καινοτομίες, ο ανανεωτής, ο νεωτεριστής («οἱ Σωκράτους λόγοι ἔχουσι τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον», Αριστοτ.) 2. αυτός που δημιουργεί νέα κατάσταση, ανατρέποντας την… …   Dictionary of Greek

  • κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»